ὀλιγόαιμος

ὀλιγοϐαρής

ὀλιγόϐιος
ὀλιγο·ϐαρής, ής, ές [ῐᾰ] de peu de poids, P. Eg. p. 122, 10.
Étym. ὀλ. βάρος.