ὀλιγοϐαρής

ὀλιγόϐιος

ὀλιγόϐουλος
ὀλιγό·ϐιος, ος, ον [λῐ] dont la vie est courte, Spt. Job 14, 1 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. H.A. 8, 28, 1.
Étym. ὀλ. βίος.