ὀλιγόϐιος

ὀλιγόϐουλος

ὀλιγογνώμων
ὀλιγό·ϐουλος, ος, ον [] de peu de réflexion, Polém. Physiogn. 1, 3, p. 182 ; Adam. Physiogn. 2, 23, p. 409.
Étym. ὀλ. βουλή.