ὀλιγόχοος-ους

ὀλιγοχορδία

ὀλιγοχρηματία
ὀλιγο·χορδία, ας () [ῐγ] petit nombre de cordes, Plut. M. 1135d, 1137d.
Étym. ὀλ. χορδή.