ὀλιγόχλωρος

ὀλιγόχοος-ους

ὀλιγοχορδία
ὀλιγό·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν, gén. όου-οῦ, etc. [] qui rapporte (propr. qui verse) peu, Th. H.P. 8, 4, 4 ||
Cp. -ούστερος, Arstt. G.A. 3, 7 ; Th. C.P. 4, 8, 2.
Étym. ὀλ. χέω.