ὀλιγοχρονία

ὀλιγοχρόνιος

ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγοχρόνιος, ος, ον [ῐγ] qui dure peu, de courte durée, Thgn. 1014 ; Hdt. 1, 38 ; Xén. Cyr. 4, 2, 24 ||
Cp. -ώτερος, Plat. Phædr. 87 c et d ||
E Fém. ion. -ίη, Anth. 7, 648.
Étym. ὀλιγόχρονος.