Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρονος
ὀλιγοχρονιότης,
ητος
(
ἡ
) [
ῐγ
]
c.
ὀλιγοχρονία,
Procl.
Ptol.
1, 3, p. 14,
etc.