ὀλιγοχρόνιος

ὀλιγοχρονιότης

ὀλιγόχρονος
ὀλιγοχρονιότης, ητος () [ῐγ] c. ὀλιγοχρονία, Procl. Ptol. 1, 3, p. 14, etc.