ὀλιγόγονος

ὀλιγοδεής

ὀλιγοδεΐα
ὀλιγο·δεής, ής, ές [] de peu de besoins, Posidon. (Ath. 275a) ||
Cp. -δεέστερος, Pol. 16, 20, 4.
Étym. ὀλ. δέω.