ὀλιγογονία

ὀλιγόγονος

ὀλιγοδεής
ὀλιγό·γονος, ος, ον [] qui produit peu, peu fécond, Hdt. 3, 108 ; Arstt. H.A. 6, 1 ||
Cp. -ώτερος, Arstt. H.A. 6, 17, 9.
Étym. ὀλ. γίγνομαι.