ὀλιγοδρανέω

ὀλιγοδρανής

ὀλιγοδρανία
ὀλιγο·δρανής, ής, ές [ῐᾰ] faible, épuisé, exténué, Ar. Av. 686.
Étym. ὀλ. δράω.