ὀλιγοδρανής

ὀλιγοδρανία

ὀλιγοέλαιος
ὀλιγοδρανία, ion. ὀλιγοδρανίη, ης () [ῐᾰν] faiblesse, épuisement, Eschl. Pr. 548.
Étym. ὀλιγοδρανής.