ὀλιγοέλαιος

ὀλιγοεξία

ὀλιγοεργής
ὀλιγο·εξία, ας () [ῐγ] pauvreté, Nicom. Arithm. 1, 14, 2, Hoche.
Étym. ὀλ. ἑκτός.