ὀλιγοδρανία

ὀλιγοέλαιος

ὀλιγοεξία
ὀλιγο·έλαιος, ος, ον [] qui a ou donne peu d’huile, Th. C.P. 6, 8, 5.
Étym. ὀλ. ἔλαιον.