ὀλιγόθερμος

ὀλιγόϊνος

ὀλιγόκαιρος
ὀλιγό·ϊνος, ος, ον [ῐῑ] qui a les fibres rares ou faibles, Th. H.P. 5, 1, 5.
Étym. ὀλ. ἴς.