ὀλίγοζος

ὀλιγόθερμος

ὀλιγόϊνος
ὀλιγό·θερμος, ος, ον [] qui n’a que peu de chaleur, Arstt. P.A. 2, 7, 8, etc.
Étym. ὀλ. θέρμη.