ὀλιγοκάλαμος

ὀλιγόκαρπος

ὀλιγόκαυλος
ὀλιγό·καρπος, ος, ον [] qui n’a que peu de fruits, Th. C.P. 2, 11, 10 ; DH. 1, 37.
Étym. ὀλ. καρπός.