ὀλιγοκίνητος

ὀλιγόκλαδος

ὀλιγόλογος
ὀλιγό·κλαδος, ος, ον [ῐᾰ] qui a peu de branches, Th. H.P. 1, 5, 1.
Étym. ὀλ. κλάδος.