ὀλιγόκερως

ὀλιγοκίνητος

ὀλιγόκλαδος
ὀλιγο·κίνητος, ος, ον [ῐῑ] dont le mouvement est insensible, Stob. Ecl. eth. 2, 202 dout.
Étym. ὀλ. κινητός.