ὀλιγόλογος

ὀλιγομετρία

ὀλιγόμισθος
ὀλιγο·μετρία, ας () [ῐγ]
1 petitesse de mesure, petitesse, Stob. Ecl. phys. p. 1008 ||
2 t. de pros. petit nombre de pieds, Eust. Il. p. 353, 39.
Étym. ὀλ. μέτρον.