ὀλιγομετρία

ὀλιγόμισθος

ὀλιγομυθία
ὀλιγό·μισθος, ος, ον [ῐγ] dont le salaire est modique, Plat. Ep. 348a, au cp. -ότερος.
Étym. ὀλ. μισθός.