ὀλιγόμισθος

ὀλιγομυθία

ὀλίγον
ὀλιγο·μυθία, ας () [ῐῡ] action de parler peu, parole brève ou concise, Démocr. (Stob. Fl. 74, 38).
Étym. ὀλ. μῦθος.