ὀλιγόϋπνος

ὀλιγοφάγος

ὀλιγοφιλία
ὀλιγο·φάγος, ος, ον [ῐᾰ] qui mange peu, Gal. Lex. Hipp. p. 358, 19.
Étym. ὀλ. φαγεῖν.