ὀλιγοϋπνία

ὀλιγόϋπνος

ὀλιγοφάγος
ὀλιγό·ϋπνος, ος, ον [] qui dort peu, App. Iber. 74 au sup. -ότατος.
Étym. ὀλ. ὕπνος.