ὀλιγόφρων

ὀλιγόφυλλος

ὀλιγόφωνος
ὀλιγό·φυλλος, ος, ον [] qui n’a que peu de feuilles, peu feuillu, Th. H.P. 1, 10, 8.
Étym. ὀλ. φύλλον.