ὀλιγόπονος

ὀλιγοποσία

ὀλιγοποτέω-ῶ
ὀλιγοποσία, ας () [ῐγ] tempérance dans la boisson, Luc. Par. 16 ||
E Ion. -ίη, Arét. p. 117, 20.
Étym. ὀλιγόποτος.