ὀλιγοποσία

ὀλιγοποτέω-ῶ

ὀλιγοπότης
ὀλιγοποτέω-ῶ [] boire peu, Arstt. P.A. 3, 7 ; Plut. M. 224d.
Étym. ὀλιγόποτος.