ὀλιγοπραγμοσύνη

ὀλιγοπράγμων

ὀλιγόπτερος
ὀλιγο·πράγμων, ων, ον, gén. ονος [] qui s’occupe peu ou de choses peu importantes, Plut. M. 1043b.
Étym. ὀλ. πρᾶγμα.