ὀλιγοπράγμων

ὀλιγόπτερος

ὀλιγόπυρος
ὀλιγό·πτερος, ος, ον [] qui n’a que peu de plumes, Arstt. H.A. 1, 1, 7.
Étym. ὀλ. πτερόν.