ὀλιγόχυμος

ὀλιγοψυχέω-ῶ

ὀλιγοψυχία
ὀλιγοψυχέω-ῶ [ῐῡ] être pusillanime, peu courageux, Isocr. 392b ; Spt. Jon. 4, 9 ; Sir. 4, 9.
Étym. ὀλιγόψυχος.