ὀλιγόχυλος

ὀλιγόχυμος

ὀλιγοψυχέω-ῶ
ὀλιγό·χυμος, ος, ον [ῐῡ] c. le préc. Xénocr. Al. 50.
Étym. ὀλ. χυμός.