ὀλιγόπυρος

ὀλιγόρριζος

ὀλίγος
ὀλιγό·ρριζος, ος, ον [ῐγ] qui n’a que peu de racines, Th. H.P. 1, 6, 3 ; Geop. 4, 1, 12.
Étym. ὀλ. ῥίζα.