ὀλιγόπτερος

ὀλιγόπυρος

ὀλιγόρριζος
ὀλιγό·πυρος, ος, ον [ῐῡ] qui a ou produit peu de froment, Th. C.P. 4, 11, 4.
Étym. ὀλ. πυρός.