ὀλιγόσαρκος

ὀλιγοσιτέω-ῶ

ὀλιγοσιτία
ὀλιγοσιτέω-ῶ [ῐῑ] manger peu, Hpc. Fract. 769.
Étym. ὀλιγόσιτος.