ὀλιγοσιτέω-ῶ

ὀλιγοσιτία

ὀλιγόσιτος
ὀλιγοσιτία, ας () [ῐσῑ] sobriété, Arstt. Pol. 2, 10 ; Th. fr. 7, 17, etc.
Étym. ὀλιγόσιτος.