ὀλιγόσιτος

ὀλιγόσπερμος

ὀλιγοστιχία
ὀλιγό·σπερμος, ος, ον [] dont la semence est peu abondante, Arstt. G.A. 1, 18 ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 7, 4.
Étym. ὀλ. σπέρμα.