ὀλιγοσιτία

ὀλιγόσιτος

ὀλιγόσπερμος
ὀλιγό·σιτος, ος, ον [ῐῑ] qui mange peu, Phérécr. (Ath. 248c).
Étym. ὀλ. σῖτος.