ὀλιγοστός

ὀλιγοσυλλαϐία

ὀλιγοσύλλαϐος
ὀλιγοσυλλαϐία, ας () [ῐγᾰϐ] ensemble d’un petit nombre de syllabes, Eust. Il. p. 25, 36.
Étym. ὀλιγοσύλλαϐος.