ὀλιγοσυλλαϐία

ὀλιγοσύλλαϐος

ὀλιγοσύνδεσμος
ὀλιγο·σύλλαϐος, ος, ον [ῐᾰ] de peu de syllabes, Eust. Op. p. 340, 16, etc.
Étym. ὀλ. συλλαϐή.