ὀλιγοσύνδεσμος

ὀλιγοτεκνία

ὀλιγότεκνος
ὀλιγοτεκνία, ας () [ῐγ] petit nombre d’enfants, Procl. Ptol. 4, 6, p. 264.
Étym. ὀλιγότεκνος.