ὀλιγοσύλλαϐος

ὀλιγοσύνδεσμος

ὀλιγοτεκνία
ὀλιγο·σύνδεσμος, ος, ον [] qui a peu de conjonctions, t. de gr. DH. Comp. 22.
Étym. ὀλ. σύνδεσμος.