ὀλιγοτοκία

ὀλιγοτόκος

ὀλιγότριχος
ὀλιγο·τόκος, ος, ον [] qui produit peu de petits à la fois, peu fécond, Arstt. G.A. 3, 2, 18, etc.
Étym. ὀλ. τίκτω ; cf. μονοτόκος.