ὀλιγότης

ὀλιγοτοκία

ὀλιγοτόκος
ὀλιγοτοκία, ας () [ῐγ] production ou portée de peu de petits à la fois, Arstt. G.A. 4, 4.
Étym. ὀλιγοτόκος ; cf. μονοτοκία.