ὀλιγότριχος

ὀλιγοτροφέω-ῶ

ὀλιγοτροφία
ὀλιγοτροφέω-ῶ [] donner peu de nourriture à, acc. Es. 358, p. 234 Korais.
Étym. ὀλιγοτρόφος.