ὀλιγοτροφέω-ῶ

ὀλιγοτροφία

ὀλιγοτρόφος
ὀλιγοτροφία, ας () [ῐγ] insuffisance de nourriture, A. Tr. 12, p. 214.
Étym. ὀλιγοτρόφος.