ὀλιγόνειρος

ὀλιγόξυλος

ὀλιγόπαις
ὀλιγό·ξυλος, ος, ον [ῐῠ] qui n’a que peu de bois, Anth. 6, 226.
Étym. ὀλ. ξύλον.