ὁλορρίζως

ὀλός

ὅλος
ὀλός, οῦ ()
1 liquide trouble, Anth. 15, 25 ||
2 humeur de la seiche, Hpc. 486, 50.
Étym. cf. θολός.
ὀλός, ή, όν, c. ὀλοός, Alcm. 39.