ὀμφαλός

ὀμφαλοτομητέον

ὀμφαλοτομία
ὀμφαλοτομητέον, il faut couper le cordon ombilical, Sor. Obst. 70.
Étym. vb. de *ὀμφαλοτομέω, de ὀμφαλοτόμος.