Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλοτομία
ὀμφαλοτόμος
ὀμφαλοτομία,
ας
(
ἡ
) [
φᾰ
]
c.
ὀμφαλητομία,
Arstt.
H.A.
7, 10, 1
.
Étym.
ὀμφαλοτόμος
.