ὀμφαλώδης

ὀμφαλωτός

ὄμφαξ
ὀμφαλωτός, ή, όν [] creusé ou bombé en forme de nombril, Phérécr. (Ath. 502a) ; Pol. 6, 25, 7.
Étym. *ὀμφαλόω de ὀμφαλός.