Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀμφαλοτόμος
ὀμφαλώδης
ὀμφαλωτός
ὀμφαλώδης,
ης, ες
[
ᾰ
]
c.
ὀμφαλοειδής,
Arstt.
H.A.
5, 18, 6
.
Étym.
ὀμφαλός, -ωδης
.