ὀμφαλοτόμος

ὀμφαλώδης

ὀμφαλωτός
ὀμφαλώδης, ης, ες [] c. ὀμφαλοειδής, Arstt. H.A. 5, 18, 6.
Étym. ὀμφαλός, -ωδης.